- ὑπαγωγαί
- ὑπαγωγήleading on graduallyfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαγωγή — η / ὑπαγωγή, ΝΜΑ [ὑπάγω] η κατάταξη σε μία κατηγορία ή η θέση κάποιου υπό την δικαιοδοσία άλλου (α. «υπαγωγή τής υπηρεσίας στο υπουργείο Προεδρείας» β. «τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγήν», Απολλ. Δύσκ.) μσν. αρχ. (κατά τον Φώτ.) «ὑπαγωγή: ἡ ταῑς… … Dictionary of Greek
υπιωγαί — αἱ, Α [ἰωγή] (κατά τον Ησύχ.) «ὑπαγωγαί, ὑποδρομαὶ τῆς πέτρας διὰ σκέπην, σκεπηνὰ μέρη» … Dictionary of Greek